νεαοιδός

νεαοιδός
νεᾰοιδός, όν,
A singing.youthfully, AP7.13 (Leon. or Mel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεαοιδός — νεαοιδός, όν (Α) αυτός που τραγουδά με νεανικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀοιδός] …   Dictionary of Greek

  • νεαοιδόν — νεαοιδός singing.youthfully masc/fem acc sg νεαοιδός singing.youthfully neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”